«Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΟΤΑ Α’ βαθμού – Συνταξιοδοτικές Ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις – Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις»
Ο Ν. 4611/2019 (ΦΕΚ Α’ 73/17.05.2019) περιλαμβάνει, μεταξύ των λοιπών διατάξεων του, σημαντικές εργασιακές διατάξεις, οι οποίες συνοψίζονται ως ακολούθως.
- Πρόσθετα στις προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπό το προηγούμενο καθεστώς (τήρηση έγγραφου τύπου, καταβολή οφειλόμενης αποζημίωσης κλπ.), ο νέος νόμος προβλέπει ως προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης την ύπαρξη βάσιμου λόγου κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (που κυρώθηκε με τον Ν. 4359/2016), το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν (α) το δικαίωμα των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που αφορά την ικανότητα ή την συμπεριφορά τους ή οφείλεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, (β) το δικαίωμα των εργαζομένων των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση και (γ) ότι ο εργαζόμενος που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, μπορεί να προσφύγει σε αμερόληπτο όργανο.
Με τη διάταξη αυτή εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας για βάσιμο λόγο, το βάρος απόδειξης της οποίας σε περίπτωση αμφισβήτησης (μαζί με τις λοιπές προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας) φέρει ο εργοδότης. - Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, προβλέπεται πλέον δυνατότητα απαλλαγής του εργαζομένου από το δικαστήριο (ιδίως σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας) ή κατανομής της ζημίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου με τον καταλογισμό στον εργοδότη της ζημίας που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή της ζημίας που είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από την σύμβαση. Τυχόν συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου που διευρύνει την ευθύνη του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του είναι άκυρη.
- Σε περίπτωση σύμβασης μερικής απασχόλησης ή απασχόλησης εκ περιτροπής, πρόσθετα προς την μη κοινοποίηση της σχετικής συμφωνίας στην Επιθεώρηση Εργασίας εντός 8 ημερών από την κατάρτισή της, ρητά προβλέπεται πλέον ότι η μη έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης αποτελεί τεκμήριο πλήρους απασχόλησης του μισθωτού.
- Από 1 Ιουλίου 2019 οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο αντίστοιχος φόρος εισοδήματος κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του Δημοσίου.
Ανάλογες διατάξεις προβλέπονται και για τις αποζημιώσεις και ασφαλιστικές εισφορές πρακτικώς ασκούμενων και μαθητευόμενων σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, ενώ επίσης προβλέπεται ότι μη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις εν λόγω υποχρεώσεις συνεπάγεται τη διακοπή της σύμβασης μαθητείας ή πρακτικής άσκησης και τον αποκλεισμό της επιχείρησης από τα προγράμματα μαθητείας και πρακτικής άσκησης για 2 έτη. - Εισάγεται υποχρέωση ηλεκτρονικής αναγγελίας της ετήσιας άδειας στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ έως και 1 ώρα μετά την έναρξη της πραγματοποίησής της. Η σχετική υποχρέωση θα ισχύει από την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης η οποία θα καθορίζει την διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που καταχωρούνται και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της σχετικής υποχρέωσης.
- Εισάγεται δυνατότητα πρόσβασης των εργαζομένων στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ για την ανάκτηση δεδομένων που αφορούν την εργασιακή τους σχέση. Η σχετική δυνατότητα θα ισχύει από την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης η οποία θα καθορίζει τον τρόπο απόκτησης πρόσβασης, τα δεδομένα στα οποία παρέχεται πρόσβαση και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Σχόλια
- Κατά την άποψή μας, η υποχρέωση αιτιολόγησης της απόλυσης ως προϋπόθεση του κύρους αυτής δεν τροποποιεί σημαντικά το υφιστάμενο καθεστώς, καθώς βάσει της έως τώρα ισχύουσας νομολογίας η απόλυση μπορούσε να προσβληθεί από τον εργαζόμενο ως καταχρηστική (με συνέπεια του σχετικού ελαττώματος εν τέλει την ακυρότητα της απόλυσης). Ωστόσο, η εν λόγω τροποποίηση επιβάλλει στους εργοδότες νέες υποχρεώσεις, θέτει σοβαρά εμπόδια στις επιχειρήσεις στον τρόπο διαχείρισης του προσωπικού τους και μπορεί να αποτελέσει αντικίνητρο για νέες προσλήψεις. Επίσης, με την τροποποίηση αυτή είναι πιθανό ότι πολλές υποθέσεις απολύσεων θα καταλήγουν στην δικαιοσύνη, επιβαρύνοντας με τον τρόπο αυτό τον φόρτο εργασίας των δικαστηρίων και επιτείνοντας τόσο την εργασιακή ανασφάλεια όσο και την επιχειρηματική αβεβαιότητα.
Επίσης, η διάταξη δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς την φύση ή την έκταση της «επαρκούς αποζημίωσης ή άλλης κατάλληλης επανόρθωσης» αν και η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου ορίζει ρητά ότι το η αποζημίωση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την προβλεπόμενη από τον Ν. 2112/1920 αποζημίωση απόλυσης. Εξαιτίας των ανωτέρω, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι αιτιολογημένες απολύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μερική κατάργηση των αποζημιώσεων σε περίπτωση νόμιμων απολύσεων.
Η αναφορά του δικαιώματος του εργαζομένου να προσφύγει σε αμερόληπτο όργανο δημιουργεί απορίες αν ο νόμος υπαινίσσεται την σύσταση κάποιου ιδιαίτερου οργάνου, πέραν των ελληνικών δικαστηρίων ή αυτών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
Θα είναι σημαντικό το αρμόδιο Υπουργείο να εκδώσει τις απαραίτητες Υπουργικές αποφάσεις των ανωτέρω διατάξεων. - H τροποποίηση της νομοθεσίας σχετικά με τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή απασχόλησης εκ περιτροπής δεν επηρεάζει σημαντικά το προϊσχύον καθεστώς καθώς σε περίπτωση μη έγγραφης κατάρτισης δεν ήταν εφικτή η κοινοποίηση της συμφωνίας στις εργατικές αρχές, η παράλειψη της οποίας αποτελούσε τεκμήριο πλήρους απασχόλησης και υπό το προϊσχύον δίκαιο.