Σκάνδαλα των τελευταίων ετών, όπως το Dieselgate και η Cambridge Analytica, ανέδειξαν τη σημασία των αποκαλύψεων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στην ανίχνευση και πρόληψη παραβάσεων της νομοθεσίας της ΕΕ.
Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτό κατέληξαν στην Οδηγία (E.E.) 2019/1937 (η «Οδηγία») που εισάγει κοινά πρότυπα προστασίας για τους καταγγέλλοντες που αποκαλύπτουν παράνομες δραστηριότητες σε πολλούς τομείς της πολιτικής της Ε.Ε.
Η προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας λήγει το Δεκέμβριο του 2021 και στη χώρα μας έχει ήδη συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη του σχετικού σχεδίου νόμου. Η Οδηγία θεσπίζει χαμηλό κατώτερο όριο υποχρεωτικής υιοθέτησης διαδικασιών αποκάλυψης και προστασίας, διότι ορίζει ότι εφαρμόζεται σε εταιρείες με 50 ή περισσότερους εργαζόμενους από το 2023 και με 250 ή περισσότερους από το 2021.
Η υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας είναι ακρογωνιαίος λίθος της παροχής επαρκούς προστασίας στους καταγγέλοντες και τελικά της αποτελεσματικότητας των νέων κανόνων.
Για το σκοπό αυτό, η Οδηγία περιλαμβάνει ρυθμίσεις ως προς τα ζητήματα προσωπικών δεδομένων και τα δικαιώματα των υποκειμένων που ρυθμίζονται από το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτυπώνουν το αποτέλεσμα της στάθμισης των διαφορετικών συμφερόντων που προστατεύουν τα δύο νομοθετήματα, η Οδηγία και ο Γενικός Κανονισμός.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Οδηγία, οι εταιρείες θα πρέπει:
(i) να διασφαλίζουν ότι όλες οι πληροφορίες αντιμετωπίζονται με απόλυτη εμπιστευτικότητα, προκειμένου να ενθαρρυνθεί το προσωπικό να αναφέρει τυχόν παραβάσεις
(ii) να ελέγχουν τα προσωπικά δεδομένα και να διατηρούν μόνο όσα σχετίζονται με την υπόθεση
(iii) να τεκμηριώνουν επαρκώς τους λόγους, για τους οποίους το δικαίωμα ενημέρωσης των υποκειμένων του GDPR ενδέχεται να μην τηρηθεί
(iv) να διαχωρίζουν τις περιόδους τήρησης των προσωπικών δεδομένων, ανάλογα με την πορεία της αναφοράς και την εξαγωγή ειδικότερης έρευνας, και
(v) να λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας των δεδομένων, διότι η διαρροή ή μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους εμπλεκόμενους φορείς.
Είναι σαφές από τις ανωτέρω ρυθμίσεις ότι η ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων των υποκειμένων υποχωρεί έναντι της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο κατά το στάδιο υλοποίησης των διαδικασιών συμμόρφωσης των εταιρειών με τα πρότυπα προστασίας της Οδηγίας, όσο και κατά τη διάρκεια εφαρμογής των διαδικασιών που θα έχουν υιοθετηθεί σε περίπτωση καταγγελίας, θα απαιτείται συνεχής στάθμιση και αξιολόγηση των εκάστοτε συμφερόντων, ώστε η υπερτερούσα ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος να μην οδηγεί σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων και να τηρείται η απαιτούμενη ισορροπία με το δικαίωμα υπεράσπισης των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων.