Άρθρο του Σπύρου Δημητρίου, Δικηγόρος.
Η συμμόρφωση των εταιρειών με τη φορολογική νομοθεσία συνιστά αναμφίβολα μια δύσκολη «άσκηση», που προσαυξάνει τις πολυάριθμες, ούτως ή άλλως, ευθύνες των Διοικητών τους. Ωστόσο, επιπλοκές σε φορολογικά ζητήματα, εκτός από οικονομικό αντίκτυπο για τις εταιρείες, ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια και τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της Φοροδιαφυγής εις βάρος των Διοικητών τους.
Στοιχειοθέτηση
Φοροδιαφυγή στοιχειοθετείται καταρχήν όταν δεν καταβάλλεται ή δεν αποδίδεται, με οποιονδήποτε τρόπο, φόρος που οφείλεται από ένα συγκεκριμένο ποσό και άνω, ή όταν εκδίδονται ή γίνονται αποδεκτά πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία. Οι σχετικές διατάξεις αφορούν το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών επιβαρύνσεων και τα όρια πάνω από τα οποία στοιχειοθετείται το έγκλημα προβλέπονται ρητά. Συγκεκριμένα, το έγκλημα διαπιστώνεται όταν δεν έχει καταβληθεί οφειλόμενος ΦΠΑ ύψους 50 χιλιάδων ευρώ και οποιοσδήποτε άλλος οφειλόμενος φόρος ύψους 100 χιλιάδων ευρώ. Κάτω από τα όρια αυτά επισύρονται, βεβαίως, πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τον ΚΦΔ, αλλά δε στοιχειοθετείται το έγκλημα της φοροδιαφυγής. Τα παραπάνω ποσά υπολογίζονται ανά είδος φόρου (δεν αθροίζεται πχ. διαφυγών φόρος εισοδήματος με διαφυγόντα ΕΝΦΙΑ) και ανά φορολογικό έτος.
Όρια και Προϋποθέσεις
Η διαφυγή ΦΠΑ από 50 έως 100 χιλιάδες ευρώ και η διαφυγή λοιπών φόρων από 100 έως 150 χιλιάδες ευρώ συνιστούν πλημμέλημα που επισύρει ποινή φυλάκισης από 2 έως 5 χρόνια. Η διαφυγή ΦΠΑ από 100 χιλιάδες και πάνω και η διαφυγή λοιπών φόρων από 150 χιλιάδες και πάνω συνιστούν κακούργημα που επισύρει ποινή κάθειρξης από 5 έως 20 χρόνια. Κατά την ορθή ερμηνεία του νόμου η υπέρβαση των ορίων αυτών δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη των Διοικητών των νομικών προσώπων. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, πέρα από το ότι θα πρέπει να ασκούν πράγματι διοίκηση, είναι απαραίτητο να έχουν ενεργήσει με δόλο, έστω και ενδεχόμενο.
Πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία
Διακριτοί είναι οι ρόλοι του Εισαγγελέα και του φορολογικού ελεγκτή όσον αφορά τη διαδικασία. Ο Εισαγγελέας είναι ο μόνος αρμόδιος να κινήσει την ποινική διαδικασία. Ο φορολογικός ελεγκτής οφείλει κατά τη διάρκεια του ελέγχου να αξιολογεί όλα τα στοιχεία και, ειδικότερα, να εξετάζει, πρώτον, εάν το πρόσωπο που φέρει την ιδιότητα του Διοικητή ασκεί πράγματι τέτοια καθήκοντα και, δεύτερον, εάν είχε δόλο, έστω και ενδεχόμενο. Εντούτοις, αυτό που κάνει στην πράξη είναι, όταν διαπιστώσει υπέρβαση των ορίων, να υποβάλλει αμέσως μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα με μόνη την τυπική διαπίστωση του προσώπου του Διοικητή του νομικού προσώπου από επίσημα έγραφα που έχει στη διάθεσή του.
Πληρωμή Φόρου και Φοροδιαφυγή
Η πληρωμή φόρων και προστίμων δε ματαιώνει την ποινική διαδικασία εάν αυτή έχει κινηθεί. Πρόκειται για μία σημαντική αλλαγή που εισήχθη και ισχύει για παραβάσεις που συντελέστηκαν από 1 Ιανουαρίου 2014 και έπειτα. Αντίθετα, η πληρωμή φόρων και προστίμων, για παραβάσεις που συντελέστηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, ματαιώνει οριστικά την ποινική διαδικασία.
Παραγραφή
Τα ζητήματα παραγραφών είναι, σε αρκετές περιπτώσεις, περίπλοκα. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ο συνδυασμός της παραγραφής της αρμοδιότητας του δημοσίου να διεξάγει φορολογικό έλεγχο και της παραγραφής του ποινικού αδικήματος καθ’ εαυτού καταλήγει σε αμφιβόλου συνταγματικότητας χρονική διεύρυνση των ορίων της παραγραφής, που μπορεί να είναι πολυετής. Γι’ αυτόν το λόγο επιβάλλεται η ενδελεχής εξέταση κάθε ειδικότερης περίπτωσης χωριστά.