Άρθρο του Σπύρου Δημητρίου, Δικηγόρος, στη Ναυτεμπορική
Ένας διοικητής νομικού προσώπου είναι αλήθεια ότι επιβαρύνεται με έναν σημαντικό αριθμό ευθυνών. Ωστόσο, κάποιες από αυτές μπορεί να προκαλέσουν επιπλοκές που ενδεχομένως να οδηγήσουν σε επιπτώσεις, όχι μόνο για την εταιρεία αλλά και για τον ίδιο τον διοικητή, προσωπικά. Παρακάτω συγκεντρώνονται κάποιες από τις συχνότερες ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό:
Σε τι συνίσταται το έγκλημα της φοροδιαφυγής;
Όταν δεν καταβάλλεται ή δεν αποδίδεται με οποιονδήποτε τρόπο φόρος που οφείλεται από ένα συγκεκριμένο ποσό και άνω, ή όταν εκδίδονται ή γίνονται αποδεκτά πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία.
Η μη καταβολή ποιων φόρων μπορούν να στοιχειοθετήσουν το έγκλημα;
Το έγκλημα της φοροδιαφυγής στοιχειοθετείται με τη μη καταβολή ή απόδοση με οποιονδήποτε τρόπο Φόρου Εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, Ειδικού Φόρου Ακινήτων, ΦΠΑ, ΦΚΕ, Φόρου Ασφαλίστρων, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων. Με λίγα λόγια καλύπτεται το μεγαλύτερο μέρος των οφειλόμενων φόρων.
Ποια είναι τα όρια που στοιχειοθετούν το έγκλημα της φοροδιαφυγής;
Το έγκλημα στοιχειοθετείται εάν δεν έχει καταβληθεί οφειλόμενος ΦΠΑ ύψους ευρώ 50.000 και οποιοσδήποτε άλλος οφειλόμενος φόρος ύψους ευρώ 100.000. Κάτω από τα όρια αυτά επισύρονται ασφαλώς πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τον ΚΦΔ, αλλά δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της φοροδιαφυγής. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται ανά είδος φόρου (δεν αθροίζεται -για παράδειγμα- διαφυγών φόρος εισοδήματος με διαφυγόντα ΕΝΦΙΑ) και ανά έτος (δεν αθροίζονται ποσά ακόμη και του ίδιου φόρου από δύο φορολογικά έτη).
Τι επιπτώσεις έχει το έγκλημα της φοροδιαφυγής εάν διαπιστωθεί;
Εάν η διαφυγή ΦΠΑ είναι από ευρώ 50.000 έως ευρώ 100.000 και η διαφυγή λοιπών φόρων είναι από 100 έως 150 χιλιάδες ευρώ, στοιχειοθετείται πλημμέλημα που επισύρει ποινή φυλάκισης από 2 έως 5 χρόνια. Εάν η διαφυγή ΦΠΑ είναι από ευρώ 100.000 και πάνω και η διαφυγή λοιπών φόρων είναι από ευρώ 150.000 και πάνω, στοιχειοθετείται κακούργημα που επισύρει ποινή κάθειρξης από 5 έως 20 χρόνια.
Μπορεί να διαπιστωθεί φορολογική παράβαση χωρίς να είναι φοροδιαφυγή;
Ασφαλώς και μπορεί: όταν δεν πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που συνιστούν το έγκλημα της φοροδιαφυγής.
Τα νομικά πρόσωπα και οντότητες μπορούν να κατηγορηθούν για φοροδιαφυγή;
Δεν νοούνται ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα. Για τη διαφυγή φόρου που στοιχειοθετεί φοροδιαφυγή από νομικά πρόσωπα και οντότητές την ευθύνη έχουν οι διοικητές τους, οι οποίοι μπορούν να κατηγορηθούν για το έγκλημα.
Ποιοι θεωρούνται διοικητές νομικών προσώπων και οντοτήτων;
Το ποιοι θεωρούνται διοικητές αναφέρεται ρητά στον νόμο (ενδεικτικά, διευθύνοντες σύμβουλοι στις Α.Ε., οι διαχειριστές στις ΕΠΕ κλπ.). Εντούτοις, ως γενικός κανόνας που βρίσκεται σε συμφωνία με τον σκοπό του νόμου, διοικητές θεωρούνται όσοι πραγματικά ασκούν διοίκηση, ακόμη κι εάν αυτό δεν είναι κατ’ αρχάς εμφανές ή δεν προκύπτει από κάποιο επίσημο έγγραφο.
Αρκεί αυτό για να κατηγορηθούν;
Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του νόμου, όχι. Χρειάζεται ταυτόχρονα να έχουν προβεί στην πράξη που προκαλεί τη διαφυγή φόρου με δόλο, έστω και ενδεχόμενο.
Ποιος επισπεύδει την ποινική διαδικασία;
Ο εισαγγελέας. Ο φορολογικός ελεγκτής όταν έχει ενδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της φοροδιαφυγής υποβάλλει αμέσως μηνυτήρια αναφορά στον εισαγγελέα.
Τι γίνεται στην πράξη;
Ο ελεγκτής μόλις δει ότι ο φόρος που οφείλεται βάσει των φορολογικών παραβάσεων υπερβαίνει τα όρια, υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά στον εισαγγελέα εις βάρος του προσώπου που προκύπτει από επίσημα έγραφα που έχει στη διάθεσή του ότι είναι ο διοικητής.
Είναι σωστό αυτό;
Όχι. Ιδανικά θα έπρεπε να εξετάσει, πρώτον, εάν το πρόσωπο που προκύπτει ως διοικητής είναι ο πραγματικός διοικητής και, δεύτερον, εάν είχε δόλο, έστω και ενδεχόμενο. Ωστόσο, αυτό που κάνει στην ουσία είναι να διαπιστώνει την ευθύνη του διοικητή μόνον από τη θέση που κατέχει βάσει επίσημων εγγράφων.
Αν πληρωθεί ο φόρος και τα πρόστιμα, σταματά η ποινική διαδικασία;
Εξαρτάται από το εάν η παράβαση συντελέστηκε από τη 1 Ιανουαρίου 2014 και έπειτα. Από αυτήν την ημερομηνία και έπειτα η καταβολή φόρων και προστίμων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία, η οποία συνεχίζεται κανονικά. Πριν από την ημερομηνία αυτή η πληρωμή ματαιώνει οριστικά την ποινική διαδικασία που πιθανόν να έχει εκκινήσει.
Τι γίνεται με την παραγραφή;
Τα ζητήματα που αφορούν παραγραφές είναι σε αρκετές περιπτώσεις περίπλοκα και δύσκολο να αποσαφηνιστούν. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ο συνδυασμός της παραγραφής της αρμοδιότητας του Δημοσίου να διεξάγει φορολογικό έλεγχο και της παραγραφής του ποινικού αδικήματος καθ’ εαυτού καταλήγει σε αμφιβόλου συνταγματικότητας χρονική διεύρυνση της παραγραφής, που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 30 χρόνια! Γι’ αυτόν τον λόγο η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά.
Τι γίνεται με τις «απλές» λογιστικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου;
Αν και -εκ πρώτης όψεως- το θέμα αυτό φαίνεται ότι διευκρινίστηκε με εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, ορισμένα ζητήματα, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανορθολογικά αποτελέσματα, παραμένουν, τελικά, μάλλον εκκρεμή. Συγκεκριμένα, η σχετική εγκύκλιος προβλέπει ότι ποσά φόρου που προκύπτουν από «απλές (συνήθεις)» λογιστικές διαφορές, ακόμη κι αν υπερβαίνουν το όριο της φοροδιαφυγής, δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν το έγκλημα της φοροδιαφυγής (υπονοείται ότι ελλείπει το στοιχείο του δόλου). Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές δεν πρέπει να αναφέρουν τα όποια σχετικά ευρήματα στον εισαγγελέα. Όμως, ποια είναι τα κριτήρια προκειμένου λογιστικές διαφορές που προκύπτουν να χαρακτηρίζονται ως «απλές (συνήθεις)»; Και, ακολούθως, πώς διασφαλίζεται ότι οι ελεγκτές θα ενεργούν με τα ίδια κριτήρια, όσον αφορά ποιες διαφορές είναι πράγματι «απλές (συνήθεις)» και ποιες όχι, ειδικά, μάλιστα, όταν κάτι τέτοιο μπορεί να έχει ποινική απαξία;