Με την έναρξη του νέου έτους και μετά από πληθώρα αποφάσεων και εγκυκλίων, η Φορολογική Διοίκηση έχει πλέον ξεκαθαρίσει το τοπίο ως προς τα ζητήματα παραγραφής και τους επικείμενους φορολογικούς ελέγχους.
Οι ελεγχόμενες χρήσεις μέσα στο 2018
Υιοθετώντας τα νομολογιακά δεδομένα των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και τις συναφείς Γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι ελεγκτικές Υπηρεσίες της ΑΑΔΕ μέσα στο έτος 2018 αναμένεται να διενεργήσουν 24 750 φορολογικούς ελέγχους για τις χρήσεις από το 2012 και εξής, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων θα αφορά ειδικότερα τις χρήσεις της τελευταίας τριετίας για τις οποίες έχει λήξει η προθεσμία υποβολής φορολογικής δήλωσης. Ακόμα δε, και για τις περιπτώσεις φοροδιαφυγής, έχει πλέον διευκρινιστεί ότι οι φορολογικοί έλεγχοι και η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς είναι δυνατή μόνο για τις χρήσεις από το 2012 και εξής, ενώ είναι αντισυνταγματική η επιβολή φόρου σε προγενέστερες χρήσεις.
Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στους προγραμματισμένους ελέγχους να περιλαμβάνονται και έλεγχοι, κατ’ εξαίρεση και μόνο, σε προγενέστερες χρήσεις και συγκεκριμένα στις χρήσεις από το 2002 και εξής, εάν ο φορολογούμενος δεν είχε υποβάλει φορολογική δήλωση για την ελεγχόμενη χρήση, ή στις χρήσεις από το 2007 και εξής, εφόσον προκύψουν νέα συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν περιέλθει σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης εντός της πενταετούς παραγραφής, παρά τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας. Πέρα όμως από τις ειδικές αυτές εξαιρέσεις, όλες οι υπόλοιπες εκκρεμείς υποθέσεις προγενέστερων του 2012 χρήσεων έχουν «κλείσει» και δεν πρόκειται να διενεργηθεί φορολογικός έλεγχος γι’ αυτές.
Τα εργαλεία της Φορολογικής Διοίκησης
Περαιτέρω όμως, το σπουδαιότερο είναι το νέο φορολογικό τοπίο που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, στο οποίο η Ελλάδα φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με γοργούς ρυθμούς. Η διεθνής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα («ξέπλυμα βρώμικου χρήματος») αποτελεί επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και για την Ελλάδα. Η Φορολογική Διοίκηση έχει ήδη εξοπλιστεί με τεχνολογικά εργαλεία που στοχεύουν στην αυτοματοποιημένη και αποτελεσματική έρευνα, συλλογή, καταγραφή και διασταύρωση στοιχείων (π.χ. Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (ΣΜΤΛ & ΛΠ), Σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης (MIS), Πληροφοριακό Σύστημα Ακίνητης Περιουσίας κλπ.), ενώ στο προσεχές μέλλον επίκειται η υλοποίηση και ανάπτυξη εργαλείων ηλεκτρονικού περιουσιολογίου φυσικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και εργαλείων αυτοματοποιημένης είσπραξης οφειλών από το Δημόσιο σε περιουσιακά στοιχεία των φορολογουμένων στην Ελλάδα ή και στο εξωτερικό.
Παράλληλα, για την συλλογή και διασταύρωση των πληροφοριών, η Φορολογική Διοίκηση επιδιώκει αφενός την εγχώρια διοικητική συνδρομή άλλων φορέων και αφετέρου την διασυνοριακή συνεργασία στον τομέα της φορολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει νομοθετήσει, μεταξύ άλλων, ρητές διατάξεις για την άρση του τραπεζικού απορρήτου για φορολογικούς σκοπούς και, επιπλέον, έχει ήδη θεσπίσει και εφαρμόζει το νομοθετικό πλαίσιο για την αμοιβαία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς με τις Φορολογικές Διοικήσεις άλλων κρατών, προκειμένου να εντοπισθεί και να καταπολεμηθεί το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, η εξωχώρια φοροδιαφυγή και άλλες εξελιγμένες πρακτικές φοροαποφυγής.
Τα νέα δεδομένα στο φορολογικό τοπίο
Συνεπώς, διαφαίνεται ότι η Φορολογική Διοίκηση προτίθεται κατά τους επικείμενους ελέγχους να αξιοποιήσει τις ευρείες δυνατότητες που της παρέχει το νομοθετικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία, όπως άλλωστε ρητώς της υπαγόρευσε προσφάτως και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Για παράδειγμα, οι ελεγκτικές Υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα μπορούν να διασταυρώσουν τα στοιχεία της φορολογικής δήλωσης με τις ημεδαπές και αλλοδαπές τραπεζικές καταθέσεις, να επιβάλλουν φόρο σε περίπτωση που διαπιστωθεί μη δηλωθείσα προσαύξηση περιουσίας, να επιβάλλουν διασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης στην περιουσία του φορολογούμενου στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, και παράλληλα να υποβάλλουν μηνυτήρια αναφορά σε περίπτωση διαπίστωσης φοροδιαφυγής ή αναφορά στην αρμόδια Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε περίπτωση διαπίστωσης ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.